- επανάταση
- ἐπανάτασις, η (Α) [επανατείνω]1. ανάταση, ανύψωση ενός πράγματος («ὁ δ' ὅρκος ἦν τοῡ σκήπτρου ἐπανάτασις», Αριστοτ.)2. μτφ. απειλή («ἐπανάτασις μειζόνων ἐγκλημάτων», πάπ.)3. απειλητική στάση ενός όπλου («ἐπανάτασις σιδήρου», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.